Αντιμέτωπα με τη σταθερή διάβρωση των εισοδημάτων τους είναι τα ελληνικά νοικοκυριά λόγω του υψηλού πληθωρισμού από τη μία και της καθήλωσης των επιτοκίων στις καταθέσεις από την άλλη, που σε ό,τι αφορά τις προθεσμιακές παραμένουν κολλημένα στο 0,14% τον Σεπτέμβριο από 0,13% τον Ιούλιο, οπότε και σημειώθηκε η πρώτη αύξηση των επιτοκίων από την ΕΚΤ. Ετσι ο υψηλός πληθωρισμός που διαμορφώθηκε στο 9,8% τον Σεπτέμβριο σε συνδυασμό με τα χαμηλά επιτόκια ροκανίζουν την αγοραστική δύναμη των χρημάτων με ταχύτατο ρυθμό τον τελευταίο χρόνο.
Τα χαμηλά επιτόκια καταθέσεων δεν αποτελούν ελληνικό φαινόμενο. Σε επίσης χαμηλά επίπεδα διαμορφώνονται και τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά επιτόκια, τα οποία ωστόσο κινούνται ανοδικά το τελευταίο διάστημα, καθώς οι ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν περάσει ένα μέρος της αύξησης των επιτοκίων στις αποδόσεις των καταθέσεων. Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσε χθες η ΕΚΤ, το μεσοσταθμικό επιτόκιο στην Ευρωζώνη για τις προθεσμιακές καταθέσεις των νοικοκυριών αυξήθηκε κατά 21 μονάδες βάσης σε σχέση με τον Αύγουστο και διαμορφώθηκε τον Σεπτέμβριο στο 0,69%, ενώ το αντίστοιχο επιτόκιο για τις επιχειρήσεις αυξήθηκε κατά 54 μονάδες βάσης και διαμορφώθηκε στο 0,74%. Οι ελληνικές τράπεζες αντιτείνουν το γεγονός ότι οι ευρωπαϊκές είχαν εφαρμόσει αρνητικά επιτόκια την προηγούμενη διετία για τις καταθέσεις των Ευρωπαίων πολιτών, πρακτική που δεν είχαν ακολουθήσει τότε οι ελληνικές τράπεζες, διατηρώντας σε θετικό έδαφος τα επιτόκια των καταθέσεων.
Σε κάθε περίπτωση, η απόκλιση μεταξύ επιτοκίων καταθέσεων και χορηγήσεων έχει εκτινάξει το επιτοκιακό περιθώριο των ελληνικών τραπεζών, που διαμορφώθηκε, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ, στο 4,56% τον Σεπτέμβριο από 3,96% τον Αύγουστο.
Οι προοπτικές για καλύτερες αποδόσεις είναι πλέον περιορισμένες και επικεντρώνονται κυρίως σε προγράμματα ασφαλιστικού τύπου, τα οποία όμως προϋποθέτουν προσεκτική επιλογή αφού είτε εμπεριέχουν ρίσκο, καθώς είναι τοποθετήσεις σε προϊόντα επενδυτικού τύπου, είτε προϋποθέτουν δέσμευση των χρημάτων για μεγάλα χρονικά διαστήματα, προκειμένου να διασφαλίσουν το αρχικό κεφάλαιο.
Τα ασφαλιστικά προγράμματα που κυκλοφορούν στην αγορά, πολλά από τα οποία διατίθενται μέσω των τραπεζών, είναι τύπου αμοιβαίων κεφαλαίων και δεν εξασφαλίζουν εγγυημένη απόδοση ή εξασφαλίζουν το αρχικό κεφάλαιο εφόσον ο ασφαλισμένος παραμείνει στο προϊόν για μακρά χρονική περίοδο. Τα προϊόντα αυτού του τύπου συνδέονται συνήθως με χρηματιστηριακούς δείκτες ή καλάθια μετοχών και μπορούν να εξασφαλίσουν υψηλές αποδόσεις, χωρίς ωστόσο δέσμευση. Διακρίνονται σε προϊόντα εφάπαξ καταβολής, στα οποία κάποιος τοποθετεί ένα κεφάλαιο μόνο μία φορά, και σε προϊόντα περιοδικών καταβολών, στα οποία ο ασφαλισμένος καταβάλλει ένα σταθερό ποσό, π.χ. κάθε μήνα, τρίμηνο ή εξάμηνο.
Η επιλογή του κατάλληλου ασφαλιστικού προϊόντος θα πρέπει να λάβει υπόψη τη διάρκεια της δέσμευσης των χρημάτων, το διαχειριστικό κόστος που έχει κάθε προϊόν, δηλαδή τι ποσό πραγματικά επενδύεται από την ασφαλιστική εταιρεία, την ευελιξία στην αλλαγή της σύνθεσης των επενδυτικών επιλογών και την αξιοπιστία του διαχειριστή. Σε περίπτωση που το προϊόν εγγυάται ένα μέρος ή το σύνολο του κεφαλαίου, το κρίσιμο είναι από ποιο χρόνο και μετά ισχύει αυτή η εγγύηση, δηλαδή έπειτα από πόσα χρόνια ο ασφαλισμένος παίρνει πίσω το αρχικό του κεφάλαιο και τι θα συμβεί σε περίπτωση που «σπάσει» το προϊόν νωρίτερα, π.χ. από τη 10ετία που είναι η μέση ελάχιστη διάρκεια διακράτησης αυτών των προϊόντων.
Σημαντικό είναι επίσης το ότι αρκετά από αυτά τα προϊόντα συνοδεύονται με ασφαλιστική κάλυψη ζωής, στοιχείο που τα διαφοροποιεί σε σχέση με τα απλά αμοιβαία κεφάλαια, που επίσης αποτελούν εναλλακτική επιλογή για όσους θέλουν να επενδύσουν ένα μέρος των αποταμιεύσεών τους. Στο προσκήνιο των εναλλακτικών επιλογών έχουν επανέλθει και οι εκδόσεις του ελληνικού Δημοσίου κυρίως μέσω εντόκων γραμματίων τρίμηνης ή εξάμηνης διάρκειας.
Το επιτόκιο σε ετησιοποιημένη όμως βάση για τα έντοκα τρίμηνης διάρκειας διαμορφώθηκε στην τελευταία έκδοση στο 1,79%, ενώ των εντόκων εξάμηνης διάρκειας στην τελευταία έκδοση του Οκτωβρίου έφθασε στο 2,03%. Σταθερή επιλογή στις προτιμήσεις των Ελλήνων για την επένδυση των χρημάτων τους παραμένουν τα ακίνητα, τα οποία, παρά την άνοδο των τιμών τα τελευταία δύο χρόνια, παραμένουν υψηλά στις προσδοκίες των αποδόσεων, που σύμφωνα με τις εκτιμήσεις διαμορφώνονται στο 4%-5%.
Οι έρευνες συγκλίνουν στο ότι ακόμη και ένα χαμηλό επίπεδο πληθωρισμού της τάξης του 2% κάθε χρόνο σε συνδυασμό με τα χαμηλά επιτόκια οδηγούν σε απομείωση του κεφαλαίου πάνω από το μισό σε ένα βάθος χρόνου. Σε ένα υποθετικό παράδειγμα κεφαλαίου 50.000 ευρώ και με ένα υποθετικό ποσοστό πληθωρισμού 3% υπολογίζεται ότι η αγοραστική δύναμη του συγκεκριμένου ποσού μειώνεται κατά 26% σε 10 χρόνια και κατά 45% σε 20 χρόνια. Αυτό σημαίνει ότι τα σημερινά 50.000 ευρώ θα μπορούν να αγοράσουν αγαθά ή υπηρεσίες αξίας 37.200 σε 10 χρόνια και μόλις 27.684 ευρώ σε 20 χρόνια αντίστοιχα.
Ευγενία Τζώρτζη
Πηγή: kathimerini.gr